ιδεαλιστικός

ιδεαλιστικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αναφέρεται στον ιδεαλισμό ή τον ιδεαλιστή: Ιδεαλιστική ερμηνεία του κόσμου. – Ιδεαλιστικά φιλοσοφικά συστήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιδεαλιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιδεαλιστή ή στον ιδεαλισμό («ιδεαλιστική φιλοσοφία»). Επιρρ. ιδεαλιστικώς και ά από ιδεαλιστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. idealiste «ιδεαλιστής, ιδεαλιστικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ιδεοκρατικός — ή, ό ο ιδεαλιστικός. επίρρ... ιδεοκρατικώς και ά από ιδεαλιστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideocratique < ideo (πρβλ. ιδέα) + cratique (πρβλ. κρατικός)] …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • ιδεοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά ιδεαλιστικός: Ιδεοκρατικές απόψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”